- σύμπλεκτος
- -ον, Α [συμπλέκω]1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμπλεκτον — σύμπλεκτος plaited masc/fem acc sg σύμπλεκτος plaited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)